
Την πέμπτη ημέρα των Α’ Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας δέσποζε το αγώνισμα του μαραθωνίου, ένα αγώνισμα που είχε εισηγηθεί ο γάλλος φιλόλογος Μισέλ Μπρεάλ, σε ανάμνηση της διαδρομής του Φειδιππίδη μετά τη Μάχη του Μαραθώνα. Την Παρασκευή 29 Μαρτίου 1896 (10 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο), 17 αθλητές από πέντε χώρες παρατάχθηκαν στην αφετηρία στη γέφυρα του Μαραθώνα, για να διανύσουν τα 40 χιλιόμετρα της διαδρομής μέχρι τον τερματισμό στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου 100.000 κόσμου είχε συγκεντρωθεί για να αποθεώσει τους νικητές, πιστεύοντας ακράδαντα ότι κάποιος Έλληνας θα κόψει πρώτος το νήμα.
Άλλωστε, μόνο οι έλληνες αθλητές είχαν τρέξει μαραθώνιο και ο ούγγρος Κέλνερ μια φορά στη Βουδαπέστη. Οι υπόλοιποι τρεις ξένοι είχαν έλθει στην Αθήνα για την περιπέτεια και τη χαρά της συμμετοχής. Ο ιταλός Κάρλο Αϊρόλντι αποκλείστηκε από τον αγώνα, επειδή θεωρήθηκε επαγγελματίας. Όλοι στο Παναθηναϊκό Στάδιο στοιχημάτιζαν ότι νικητής θα ήταν ο έμπειρος Χαρίλαος Βασιλάκος ή ο Ιωάννης Λαυρέντης που είχε το ρεκόρ διαδρομής με 3 ώρες 11 λεπτά και 27 δευτερόλεπτα. H απόσταση του Μαραθωνίου εκείνη την εποχή ήταν 40 χιλιόμετρα και όχι 42 χιλιόμετρα και 195 μέτρα, όπως είναι σήμερα και καθορίσθηκε από τη ΔΟΕ το 1908.
Την εκκίνηση έδωσε ακριβώς στις 2 το μεσημέρι με πιστολιά αφέτης, o ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος. Τους αθλητές ακολουθούσαν γιατροί, νοσοκόμες και κριτές πάνω σε ποδήλατα και ιππήλατες άμαξες. Ο γάλλος Αλμπέν Λερμιζιό ανέλαβε να οδηγήσει. Έχοντας άγνοια της χωμάτινης διαδρομής, έδωσε γρήγορο τέμπο στην κούρσα και μέχρι το Πικέρμι είχε ξεφύγει από τους υπόλοιπους κατά 2 χιλιόμετρα. Τον ακολουθούσαν ο αυστραλός Φλακ, ο αμερικανός Μπλέικ και ο ούγγρος Κέλνερ. Οι έλληνες αθλητές, γνωρίζοντας τις δύσκολες συνθήκες της διαδρομής, έτρεχαν έξυπνα και υπολογισμένα, μένοντας πίσω. Στο Πικέρμι, πρώτος από τον όμιλο των ελλήνων αθλητών έφθασε ο Λούης. Σταμάτησε για λίγο, ήπιε ένα ποτήρι κρασί και δήλωσε στους χωρικούς που τον επευφημούσαν ότι ένοιωθε σίγουρος για τη νίκη του. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »