
του Κώστα Λαπαβίτσα
Ο μεγάλος ηττημένος των ιταλικών εκλογών είναι η πολιτική της Γερμανίας να υπερασπιστεί το ευρώ επιβάλλοντας λιτότητα, απορρύθμιση και ιδιωτικοποιήσεις στην περιφέρεια και γενικότερα. Καταρρακώθηκε ταυτόχρονα η προσδοκία ότι η γερμανική λύση θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τους ψηφοφόρους, αν την επέβαλλαν τεχνοκράτες και όχι φθαρμένοι ευρωπαίοι πολιτικοί.
Ο μόνος που ίσως ξαφνιαστεί από την απόρριψη της γερμανικής πολιτικής και των τεχνοκρατών από τον ιταλικό λαό είναι ο απομονωμένος κύκλος των ιθυνόντων της ΕΕ. Εδώ και δύο δεκαετίες η Ιταλία υποχωρεί σταθερά στην παγκόσμια οικονομική κατάταξη. Οι λόγοι είναι πολλοί και σχετίζονται με δομικές αδυναμίες, όπως η δυσλειτουργική δημόσια διοίκηση και η διαφθορά. Ούτως ή άλλως, από το 2000 μέχρι το 2011 η ετήσια ανάπτυξη της ιταλικής οικονομίας ήταν γύρω στο 1%, χειρότερη ακόμη και από την πολύ χαμηλή ανάπτυξη της δεκαετίας του 1990.
Δηλαδή οι Ιταλοί δεν έχουν κερδίσει τίποτε από το ευρώ. Δεν είχαν καν την ψευδαίσθηση της ευδαιμονίας που προκάλεσε η φούσκα ακινήτων στην Ισπανία και την Ιρλανδία, ή η περίοδος πιστωτικής επέκτασης στην Ελλάδα, όπου δεν υπήρξε μεν φούσκα, αλλά εμφανίστηκε επίπλαστη ευμάρεια για ορισμένα κοινωνικά στρώματα. Η Ιταλία δεν παρουσίασε βέβαια τα προβλήματα της περιφέρειας της Ευρωζώνης, όπως τεράστιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και υπερδιόγκωση του εγχώριου πιστωτικού τομέα. Δεν είχε όμως ούτε οικονομικό δυναμισμό, ούτε ευεξία. Τα χρόνια του ευρώ ήταν στην ουσία νεκρά για την οικονομία και την κοινωνία.
Κερδισμένοι ήταν ορισμένοι τομείς του μεγάλου ιταλικού κεφαλαίου. Η Φινμεκάνικα, για παράδειγμα, έγινε από τις μεγαλύτερες και πιο πετυχημένες αεροναυπηγικές εταιρείες παγκοσμίως. Η Ουνικρέντιτ απόκτησε κυρίαρχο ρόλο στις τραπεζικές αγορές της Ευρώπης. Αυτοί ήταν και οι στυλοβάτες της γερμανικής πολιτικής στην Ιταλία, οι πρόμαχοι των «σοβαρών» λύσεων για την παραμονή της χώρας στο ευρώ που εκπροσώπησε ο «σωτήρας» Μόντι.
Ο Μόντι ανάγγειλε στον ιταλικό λαό ότι θα πρέπει να δεχτεί μια σειρά από άδικα και ατελέσφορα μέτρα, όπως: Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »