του Δημήτρη Καζάκη
Δεν νιώθεις πώς τους σιχαίνομαι! Όλη αυτήν την ψώρα
οπόρχεται κάθε φορά και μας δαγκάει τη χώρα…
Ο γέρο Φωτεινός για τους αφέντες της Φραγκιάς.
Από το επικό ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη με τίτλο, Φωτεινός (1865).
του Δημήτρη Καζάκη
Δεν νιώθεις πώς τους σιχαίνομαι! Όλη αυτήν την ψώρα
οπόρχεται κάθε φορά και μας δαγκάει τη χώρα…
Ο γέρο Φωτεινός για τους αφέντες της Φραγκιάς.
Από το επικό ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη με τίτλο, Φωτεινός (1865).
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.
Κι άν τα γονατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι.»-Γειάσου Κωσταντή βαρβάτε!»
«-Καλησπερούδια, αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;»
Πήραμε το Γέροντα το κατόπι
Ανηφορίσαμε τη πλαγιά
σαν από ψες μαθημένοι.
Τίποτα δε λογαριάσαμε
Μήτε το νερό της βροχής
που ‘πεφτε δαρτό στους ώμους μας
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Για μένα τα βιβλία είναι τα καλύτερα δώρα.
Φέτος ειδικά, ένα βιβλίο που πήρα τα Χριστούγεννα είναι ανεκτίμητο δώρο.
Πρόκειται για την πρώτη ποιητική συλλογή ενός αμφιλεγόμενου πολιτικού, του Άδωνι Γεωργιάδη.
Οι θετικές εντυπώσεις ξεκινούν ήδη από τον τίτλο του βιβλίου: “Κλειούς παραφερνάλια”! Τα προικιά της Κλειούς δηλαδή.
Για όσους το αγνοούν, η Κλειώ κατά την Ελληνική Μυθολογία ήταν η Μούσα της επικής ποίησης και της Ιστορίας.
Πόσο εύστοχος ο τίτλος! Λιτός, κομψός, αρχαιοπρεπής.
Η 84άρων σελίδων ποιητική συλλογή περιέχει 24 ποιήματα, αριθμός πιστεύω όχι τυχαίος.
Όσες οι ώρες ενός ημερονυχτίου!
Όσα τα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου!
Όσες οι ραβδώσεις του κάθε ιωνικού κίονα στον Παρθενώνα!
Όσα τα καράτια του χρυσού, του πολιτιμώτερου μέταλλου!
Όσες οι ραψωδίες της Οδύσσειας του Ομήρου!
Το κάθε ποίημα μια ευχάριστη έκπληξη. Ένα αναπάντεχο δώρο στην καρδιά και στο μυαλό του κάθε Έλληνα.
Στο κάθε ποίημα η αποκάλυψη ενός από τα πολλά πρόσωπα του Ανθρώπου (με το άλφα κεφαλαίο) Άδωνι Γεωργιάδη.
«Ξένε ποὺ μόνος κι ἔρημος
σὲ ξένους τόπους τρέχεις,
πές μου, ποιὸς εἶναι ὁ τόπος σου
καὶ ποιὰ πατρίδα ἔχεις;»
«Τὴ μακρινὴ πατρίδα μου
πάντα ποθῶ στὰ ξένα.
Ἐκεῖ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς
περνοῦν εὐλογημένα.
Κηφισιά, 1920 (Frederic Boissonnas)
Και νά, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα-ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα ― δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο
της ζωής το ρημαδιό!
Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι,
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ’ φήναν νηστικό.
Μέσα στην γενικότερη ηλιθιότητα στην οποία βουλιάζει η χώρα, βλέπουμε στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς τον Κωνσταντίνο Καβάφη να καταδικάζει τη βία. Πάλι καλά που δεν έβαλαν εκείνο το ποίημά του στο οποίο τάσσεται υπέρ της θεωρίας των δυο άκρων.
Ο στίχος είναι από ένα από τα αναγνωρισμένα ποιήματα του Καβάφη το «Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X.»
Πιο συγκεκριμένα, ο Καβάφης γράφει: Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Όχι για μένα ούτε για την ιστορία
όχι για το εγώ σου η την κερδοσκοπία
όχι για σένα ούτε για τα λεφτά
για τα παιδιά μονό, μόνο για τα παιδιά
όχι για μένα ούτε για την προβολή σου
όχι για τα πιστεύω η την παράταξη σου
όχι για σένα ούτε για την ποζεριά
για τα παιδιά μοναχά καντο μια φορά! Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τοσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ θάχεις μάτια γαλανά,θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο -όχι σκλάβος ή προδότης.
Και στην Ακρόπολη, στο βράχο
τον Ιερό
εν άνθος φύτρωσε μονάχο
χλωρό χλωρό.
Εν άνθος όμοιο με ανεμώνη
περαστική,
αθώρητο σ’ όποιον σιμώνει
στα ύψη εκεί.
Τ᾿ ὡραῖο καράβι ἕτοιμο στὸ χαρωπὸ λιμάνι,
γιορταστικὰ μὲ γιασεμιὰ καὶ ρόδα στολισμένο,
μὲ τὶς παντιέρες του ἁλαφριὲς στὴν ἀνοιξιάτικη αὔρα
καὶ τ᾿ Ὄνειρό μας στὸ χρυσὸ πηδάλιο καθισμένο,
μᾶς πῆρε γιὰ τὰ Κύθηρα, τὰ θρυλικά, ὅπου μέσα
σὲ δέντρα καὶ λούλουδα καὶ γάργαρα νερὰ
ὑψώνεται ὁ μαρμάρινος ναὸς γιὰ τὴ λατρεία
τῆς Ἀφροδίτης – τοῦ ἔρωτα τὴ θριαμβικὴ θεά.
Εγέρασα, μωρέ παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τωρ, αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το ‘χυσα, σταλαματιά δε μένει.
Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγγο
να ‘ναι χλωρό και δροσερό, να ‘ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώσε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
I
Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ’ οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.
Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ’ την πίκρα τους.
Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.
Ἀλήθεια, δάση καὶ βουνὰ
ὑπάρχουνε στὸν κόσμο ἀκόμη;
Ὑπάρχουν οἱ μεγάλοι δρόμοι
ποὺ πᾶν σὲ μέρη ἀλαργινά;
Ἀνθίζουν πάντοτε οἱ βραγιές;
Στοὺς κάμπους εἶναι φῶς κι εἰρήνη;
Κι ἔμεινε λίγη καλοσύνη
μὲς τὶς ἀνθρώπινες καρδιές;
Απόστασε το χέρι μου από το να μουντζώνω
και σάλιο δεν μου έμεινε από το φτύσε φτύσε,
αλλ’ έως τώρα τίποτε μ’ αυτά δεν κατορθώνω,
και σύ, Ευρώπη, μας γελάς και πάντα ίδια είσαι.
Και απορώ, μα το σταυρό, πώς ως αυτή την ώρα
και άλλα δεν μας έστειλες εδώ Θωρακοφόρα.
Προθύμως σας εκάμαμεν εκείνο που ζητείτε
και άν δεν μας πιστεύετε, κοπιάσετε να δήτε
ποία ειρήνη κατ’ αυτάς στο κράτος βασιλεύει
και πώς καθένας ήσυχα γλεντά και χουζουρεύει.
Ήλθε το άντε στάτους κβο με τόσας αναπαύσεις
και άρχισαν να γίνονται διορισμοί και παύσεις.
στροφή α΄.
Ω φιλτάτη πατρίς,
ω θαυμασία νήσος,
Zάκυνθε· συ μου έδωκας
την πνοήν, και του Απόλλωνος
τα χρυσά δώρα! 5
β΄.
Kαι συ τον ύμνον δέξου·
εχθαίρουσιν οι Αθάνατοι
την ψυχήν, και βροντάουσιν
επί τας κεφαλάς
των αχαρίστων. 10
Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς στὴν κηδεία τοῦ Παλαμᾶ, ἐν μέσῳ Κατοχῆς, στις 27 Φεβρουαρίου 1943, απαγγέλλει ἐπάνω ἀπὸ τὴν σωρὸ τοῦ ποιητῆ, δονῶντας τὴν λαοθάλασσα ποὺ εἶχε συγκεντρωθεῖ, μετατρέποντας ἔτσι τὴν κηδεία τοῦ μεγάλου Ποιητῆ, στὴν μεγαλύτερη ἀντικατοχικὴ συγκέντρωση!
Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βογκῆστε τύμπανα πολέμου… Οἱ φοβερὲς
σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!
Σ᾿ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα ! Ἕνα βουνὸ
μὲ δάφνες ἂν ὑψώσουμε ὡς τὸ Πήλιο κι ὡς τὴν Ὄσσα,
κι ἂν τὸ πυργώσουμε ὡς τὸν ἕβδομο οὐρανό,
ποιὸν κλεῖ, τί κι ἂν τὸ πεῖ ἡ δικιά μου γλώσσα;
Μὰ ἐσὺ Λαέ, ποὺ τὴ φτωχή σου τὴ μιλιά,
Ἥρωας τὴν πῆρε καὶ τὴν ὕψωσε ὡς τ᾿ ἀστέρια,
μεράσου τώρα τὴ θεϊκὴ φεγγοβολιὰ
τῆς τέλειας δόξας του, ἀνασήκωσ᾿ τον στὰ χέρια
Τώρα ποὺ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὰ ξένα
καὶ θὰ ζοῦμε μῆνες, χρόνους χωρισμένοι,
ἄφησε νὰ πάρω κάτι κι ἀπὸ σένα,
γαλανὴ πατρίδα πολυαγαπημένη,
ἄφησε μαζί μου φυλαχτὸ νὰ πάρω
γιὰ τὴν κάθε λύπη κάθε τι κακό,
φυλαχτὸ ἀπὸ ἀρρώστια, φυλαχτὸ ἀπὸ Χάρο,
μόνο λίγο χῶμα, χῶμα ἑλληνικό.
Ὄμορφη ποὺ εἶσαι, ἀγάπη μου! Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι!
Γλυκειὰ σὰν τοῦ περιστεριοῦ καὶ τρυφερὴ ἡ ματιά σου·
καμιὰ ἀπὸ τὶς ὄμορφες δὲν παραβγαίνει μπρός σου.
Ἐσὺ ‘σαι κρινολούλουδο καὶ κεῖνες εἶναι ἀγκάθια,
ἴδια μὲ κόκκινη κλωστὴ τὰ κόκκινά σου χείλη.
Σὰ ρόδι ποὺ τὸ κόψανε στὴ μέση πίσω ἀπ᾿ τὸ πέπλο σου
μοῦ φαντάζει τὸ ροδομάγουλό σου.