Τα πρώτα βήματα
Ο Robert James «Bobby» Fischer γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου του 1943 στο Σικάγο από γονείς μετανάστες. Το 1949 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη μαζί με την μητέρα και την αδερφή του, αφού ο πατέρας του τους εγκατέλειψε. Εκείνη τη χρονιά η αδερφή του, προκειμένου να βρει την ησυχία της από τις σκανταλιές του, του χάρισε μια μικρή σκακιέρα. Ο μικρός Μπόμπι έμαθε τις κινήσεις και μαγεύτηκε από τον καινούργιο του «φίλο». Για ένα ολόκληρο χρόνο πέρασε αμέτρητες ώρες παίζοντας μόνος του με φανταστικούς αντιπάλους. Γράφτηκε σε διάφορους συλλόγους σκακιού, καταπλήσσοντας τους πάντες με την αναλυτική του ικανότητα και το γρήγορο παίξιμό του.
Στην ηλικία των 13 ο Μπόμπι απέκτησε τον πρώτο του δάσκαλο. Ο Τζόν Κόλινς, προπονητής πολλών μεγάλων σκακιστών της εποχής στην Αμερική, ανέλαβε να του μάθει τα μυστικά και τα κόλπα του παιχνιδιού. Οι δυο τους έγιναν αχώριστοι, κάτι σαν πατέρας και γιος. Ο Κόλινς γοητεύτηκε από τις ικανότητες του Μπόμπι και σχεδόν έπαθε σοκ όταν έμαθε πως ο δείκτης ευφυΐας του μαθητή του ήταν 180, δηλαδή μεγαλύτερος και από αυτόν του Αϊνστάιν. Την ίδια χρονιά (1956) ο Φίσερ κατέκτησε το εθνικό πρωτάθλημα νέων των ΗΠΑ και έγινε ο νεότερος σκακιστής που κατάφερνε κάτι τέτοιο. Άρχισε να παίρνει μέρος σε τουρνουά και οι εμφανίσεις του άφησαν άφωνους πολλούς ειδήμονες.
Ένα χρόνο αργότερα προσκλήθηκε να πάρει μέρος στο αμερικανικό πρωτάθλημα ανδρών, όπου αντιμετώπισε μερικούς από τους καλύτερους σκακιστές των ΗΠΑ. Τα προγνωστικά τον έδιναν τελευταίο – οι ειδικοί μιλούσαν για την ευκαιρία που δίνεται στον νεαρό να αποκομίσει χρήσιμες εμπειρίες για το μέλλον – αλλά αυτός τα ανέτρεψε σκορπώντας όλους τους αντιπάλους του και κατακτώντας τον τίτλο με χαρακτηριστική άνεση. Η νίκη του αυτή τού χάρισε τον τίτλο του γκραν μετρ σε ηλικία μόλις 15 ετών, καθιστώντας τον παράλληλα τον νεότερο σκακιστή που έχει καταφέρει κάτι ανάλογο.
Επόμενος σταθμός για τον 15χρονο ήταν ο προκριματικός αγώνας που θα αναδείκνυε τους 6 πιθανούς αντιπάλους του παγκόσμιου πρωταθλητή. Ελάχιστοι του έδιναν πιθανότητες να πλασαριστεί στην πρώτη εξάδα, αλλά αυτός πήρε πανηγυρικά την πρόκριση προσθέτοντας άλλο ένα ρεκόρ στη συλλογή του. Έγινε ο νεότερος σε ηλικία σκακιστής που προκρίθηκε στο τουρνουά των υποψήφιων προς διεκδίκηση του παγκόσμιου τίτλου, τερματίζοντας στην τιμητική πέμπτη θέση.
Η επιτυχία αυτή τον έκανε να πάρει την απόφαση στα 16 του χρόνια να αφήσει το σχολείο (συμμαθήτριά του και τσιμπημένη μαζί του η Μπάρμπαρα Στρέιζαντ) και να γίνει επαγγελματίας σκακιστής. Οι απολαβές των σκακιστών εκείνη την εποχή ήταν σχετικά ασήμαντες, αλλά ο Μπόμπι δήλωνε απερίφραστα: «Εγώ θέλω μόνο να παίζω, να παίζω και να παίζω». Ήταν αργότερα που άλλαξε τελείως στάση απέναντι στο σκάκι.
Ο δρόμος προς την κορυφή
Το 1960 ο 17χρονος Φίσερ συνάντησε για πρώτη φορά τον νεαρό Σοβιετικό αστέρα Μπόρις Σπάσκι στο τουρνουά του Μαρ ντελ Πλάτα, στην Αργεντινή. Οι δυο τους κατατρόπωσαν όλους τους αντιπάλους τους και έπαιξαν τον τίτλο μεταξύ τους. Η τελική νίκη του Σπάσκι σηματοδότησε την αρχή μιας σχέσης φιλίας και αλληλοεκτίμησης ανάμεσα στους δυο σκακιστές.
Όλοι οι ειδικοί συμφωνούν πως ο Φίσερ θα είχε καταφέρει να διεκδικήσει τον παγκόσμιο τίτλο πολύ νωρίτερα από το 1972, αν δεν είχαν εκδηλωθεί οι φοβίες του και αν η ανασφάλειά του δεν τον εξωθούσε σε αμέτρητες και συχνά παράλογες απαιτήσεις προς τους διοργανωτές και τους χρηματοδότες.
Άρχισε να αρνείται τη συμμετοχή του σε τουρνουά FIDE γιατί θεωρούσε πως οι Σοβιετικοί αλλοίωναν και επηρέαζαν με διάφορους τρόπους το παιχνίδι του, αλλά συγχρόνως αγόραζε κάθε σοβιετικό σύγγραμμα σχετικό με το σκάκι αφού παραδεχόταν πως μόνο εκεί βρίσκεται η πραγματική ουσία του παιχνιδιού. Απαιτούσε άψογες συνθήκες φωτισμού, απόλυτη ησυχία, απουσία φωτογράφων και τηλεοπτικών συνεργείων και πάνω απ’όλα μεγάλα χρηματικά έπαθλα.
Αν όλα αυτά δεν ικανοποιούνταν μέχρι κεραίας, ο Μπόμπι δεν κουνούσε πιόνι. Το 1971, στο τουρνουά των διεκδικητών του παγκόσμιου τίτλου, ο Φίσερ ισοπέδωσε τους αντιπάλους του και για πρώτη φορά στην καριέρα του κέρδισε το δικαίωμα να διεκδικήσει το σκακιστικό «στέμμα». Στην απέναντι μεριά του τραπεζιού τον περίμενε ένας παλιός γνώριμος, o Μπόρις Σπάσκι. Η μεγάλη στιγμή για τον Αμερικανό είχε φτάσει. Στην πραγματικότητα όμως επρόκειτο για την αρχή του τέλους…
Το παιχνίδι του αιώνα
Οι Σοβιετικοί κυριαρχούσαν στο παγκόσμιο σκάκι χωρίς διακοπή από το 1948. Η προπαγάνδα της ΕΣΣΔ χρησιμοποιούσε το γεγονός σαν απόδειξη πως ο λαός της ήταν διανοητικά ανώτερος από τους Δυτικούς. Η σοβιετική μονοκρατορία αποτελούσε τίτλο τιμής του υπαρκτού σοσιαλισμού απέναντι στον καπιταλισμό. Ο «ψυχρός πόλεμος» βρισκόταν σε πλήρη έξαρση και ο τελικός ήταν η σύγκρουση της αμερικανικής ευφυΐας με το σοβιετικό μονοπώλιο. Για αυτό το λόγο, συγκέντρωσε πάνω του τα βλέμματα όλου του κόσμου.
Φυσικά ο Φίσερ προκάλεσε όσα περισσότερα «προβλήματα» μπορούσε. Το μεγαλύτερο ήταν βεβαίως το χρηματικό έπαθλο. Ο Μπόμπι δεν συμφωνούσε με τα 125.000 δολάρια που πρόσφεραν οι χορηγοί και απαιτούσε ποσοστό από τα τηλεοπτικά δικαιώματα. Απέλυσε τον μάνατζέρ του λίγες μέρες πριν την έναρξη του αγώνα και έφτασε με καθυστέρηση 10 ημερών στο Ρέικιαβικ, όταν πλέον οι διοργανωτές ήταν έτοιμοι να τον ακυρώσουν σύμφωνα με τους κανονισμούς. Οι Σοβιετικοί αγανακτισμένοι με τη συμπεριφορά του Αμερικάνου ήθελαν να αποχωρήσουν, αλλά ο Σπάσκι τούς πήγε κόντρα δηλώνοντας πως θα μείνει για να παίξει.
Στη συνέχεια ο Φίσερ αρνήθηκε να παραστεί στην κλήρωση των χρωμάτων και ήταν τελικά δυο επιστολές που έβαλαν τα πράγματα στη θέση τους και έπεισαν τους δυο αντιπάλους να πάρουν τις θέσεις τους στο τραπέζι του τελικού στις 11 Ιουλίου του 1972. Η μια είχε σαν παραλήπτη τον Φίσερ και προερχόταν προσωπικά από τον Χένρι Κίσινγκερ – ο οποίος έβλεπε στο πρόσωπο τού συμπατριώτη του σκακιστή τη μεγάλη ευκαιρία για να ταπεινώσει αναίμακτα τους Σοβιετικούς – και η δεύτερη είχε σαν παραλήπτη τον Σπάσκι και τη σοβιετική αποστολή και προερχόταν από τον Φίσερ, ο οποίος ζητούσε συγνώμη για την συμπεριφορά του.
Θα νικούσε ο καλύτερος σε σύνολο 24 παρτίδων. Ο Φίσερ έχασε το πρώτο παιχνίδι και έριξε το φταίξιμο στις κάμερες, οι οποίες ασυζητητί άλλαξαν θέση. Στη δεύτερη παρτίδα ο Φίσερ, μισή ώρα μετά την έναρξη, σηκώθηκε ξαφνικά και αποκάλυψε μια κρυμμένη κάμερα. Αμέσως μετά αποχώρησε σε έξαλλη κατάσταση από την αίθουσα, ακυρώθηκε και πλέον βρέθηκε πίσω στο σκορ 2-0. Όμως στην πραγματικότητα είχε πετύχει τον σκοπό του. Ο τελικός θα συνεχιζόταν χωρίς κάμερες.
Πολλοί αναλυτές θεωρούσαν πως με τον Σπάσκι να προηγείται 2-0 και τον Φίσερ απλά να αναλώνεται σε διαμαρτυρίες, ο τίτλος είχε κριθεί σε μεγάλο ποσοστό. Αρκετοί μάλιστα πίστευαν πως ο Αμερικανός θα εγκατέλειπε την Ισλανδία φοβούμενος πιθανή πανωλεθρία. Τίποτα όμως από όλα αυτά δε συνέβη. Ο Φίσερ προσήλθε στην αίθουσα για το τρίτο παιχνίδι και για πρώτη φορά στην καριέρα του νίκησε τον μεγάλο αντίπαλό του. Ήταν το σημείο που άλλαξαν όλα. Ο Σπάσκι ένιωθε πλέον τρωτός απέναντι στον Αμερικανό και όλα ήταν ανοιχτά για τη συνέχεια. Η μεγάλη αντεπίθεση είχε αρχίσει.
Με την ολοκλήρωση των 5 πρώτων παρτίδων το σκορ ήταν ισόπαλο 2,5-2,5. Παιζόταν η έκτη παρτίδα, ένα πραγματικό ρεσιτάλ του Φίσερ, ο οποίος αχρήστεψε όλη την προετοιμασία του αντιπάλου του για το άνοιγμα, με μια κίνηση. Ο Σπάσκι παρασύρθηκε στην παγίδα που του έστησε με φοβερή δεξιοτεχνία ο Αμερικανός και έχασε το παιχνίδι, ευρισκόμενος για πρώτη φορά πίσω στο σκορ. Ήταν τόσο μεγάλος ο θαυμασμός του Σοβιετικού για το παίξιμο του Φίσερ, που ενώθηκε με τους θεατές και χειροκρότησε μαζί τους τον νικητή. Αργότερα δήλωσε στους δημοσιογράφους, πως η συγκεκριμένη παρτίδα ήταν η καλύτερη του τελικού.
Ο Φίσερ μεγάλωνε συνεχώς τη διαφορά και οι δυο αντίπαλοι έφτασαν στη 13η παρτίδα. Μετά από αρκετή ώρα δράσης το παιχνίδι διακόπηκε, ενώ οι αναλυτές της σοβιετικής αποστολής ήταν πεπεισμένοι πως επρόκειτο για σίγουρη ισοπαλία. Ο Φίσερ ξενύχτησε μέχρι τις 8 το επόμενο πρωί αναλύοντας τις πιθανές κινήσεις. Όταν κάθισε πάλι στο τραπέζι για τη συνέχεια, η ομάδα του Σοβιετικού μελετούσε τη στρατηγική που θα ακολουθούσε ο Σπάσκι στην επόμενη παρτίδα, σίγουροι πως αυτό που έβλεπαν θα τελείωνε μέσα σε λίγα λεπτά με ισοπαλία.
Όμως ο Φίσερ κατάφερε να περάσει την καμήλα μέσα από την κλειδαρότρυπα. Αιφνιδίασε τους πάντες με μια απρόσμενη κίνηση. Με ένα συνδυασμό παγίδων που έστησε στη συνέχεια στον αντίπαλό του, κέρδισε την παρτίδα και ουσιαστικά έδωσε το τελικό χτύπημα για την κατάκτηση του τίτλου. Ο Σπάσκι παρέμεινε καθηλωμένος στην καρέκλα του για τις επόμενες δυο ώρες, κοιτάζοντας αμίλητος την σκακιέρα και αδυνατώντας να πιστέψει αυτό που είχε γίνει.
Σε 21 παρτίδες
Ήταν τόσο απόλυτη η επικράτηση του Φίσερ που οι Σοβιετικοί άρχισαν να υποψιάζονται πιθανή δηλητηρίαση του παίκτη τους από την CIA. Κάνοντας πραγματική εισβολή μέσα στην αίθουσα, η ισλανδική αστυνομία μαζί με πράκτορες της KGB ερεύνησαν το παραμικρό. Πέρασαν όλο τον χώρο με ακτίνες, εξέτασαν με ειδικά μηχανήματα την πιθανότητα ύπαρξης ακουστικών σημάτων σε πολύ υψηλές συχνότητες, έλεγξαν όλα τα προσωπικά αντικείμενα των παριστάμενων, έψαξαν τα χαλιά, τα φώτα και έστειλαν με πτήση εξπρές σε εργαστήριο της Μόσχας τον χυμό πορτοκαλιού που προοριζόταν για τον Σπάσκι. Από τον έλεγχο δε γλίτωσαν ούτε δυο νεκρές μύγες που βρήκαν οι αστυνομικοί μέσα στην αίθουσα. Αφού τελικά δεν ανακαλύφθηκε τίποτα το ύποπτο, ο αγώνας συνεχίστηκε.
Ήταν όμως απλά θέμα χρόνου. Ο Σπάσκι είχε χάσει όλη του την αυτοσυγκέντρωση αλλά και την όρεξή του να παίξει σκάκι. Στην 21η παρτίδα και ενώ το σκορ βρισκόταν στο 11,5-8,5 ο Σοβιετικός έκανε παιδαριώδη λάθη στο άνοιγμα και ο Φίσερ δεν έχασε την ευκαιρία. Την ώρα της διακοπής το πλεονέκτημα του Αμερικανού ήταν τεράστιο. Οι Σοβιετικοί δεν επέτρεψαν στον Σπάσκι να επιστρέψει στην αίθουσα και τον υποχρέωσαν να αποσυρθεί τηλεφωνικά.
Ο αγώνας είχε ολοκληρωθεί και τυπικά. Ο Μπόμπι Φίσερ με συνολικό σκορ 12,5-8,5 ήταν ο καινούργιος, ο 11ος στη σειρά παγκόσμιος πρωταθλητής, ο πρώτος Αμερικανός σκακιστής που κατακτούσε αυτόν τον τίτλο. Μετά από 24 ολόκληρα χρόνια απόλυτης ηγεμονίας, οι Σοβιετικοί αναγκάστηκαν να υποκλιθούν στο μοναδικό ταλέντο του Φίσερ και οι Αμερικάνοι βρήκαν την ευκαιρία να εξαπολύσουν μια μεγάλη επίθεση προπαγάνδας, εκμεταλλευόμενοι πολιτικά στο έπακρο τον θρίαμβο του συμπατριώτη τους.
Ο ίδιος ο Φίσερ κέρδισε το έπαθλο των 160.000 δολαρίων ενώ τα συνολικά του κέρδη ξεπέρασαν το μισό εκατομμύριο. Το όνομα του έκανε το γύρο του κόσμου και όλοι μιλούσαν για το ατομικό ταλέντο μιας μοναδικής ευφυΐας. Ο καλύτερος σκακιστής της ιστορίας – σύμφωνα με σχεδόν όλους τους ειδήμονες – τα κατάφερε απέναντι σε μια υπερδύναμη. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Φίσερ προετοίμασε τον τελικό μόνος του, χωρίς την παραμικρή βοήθεια, σε αντίθεση με τον Σπάσκι, ο οποίος είχε στη διάθεσή του όλη την σκακιστική ΕΣΣΔ.
Η εξαφάνιση
Μετά την κατάκτηση του παγκόσμιου τίτλου, ο Φίσερ εξαφανίστηκε από τον σκακιστικό χάρτη. Απείχε για τρία συνεχόμενα χρόνια από όλα τα τουρνουά και όταν το 1975 έφτασε η ώρα να αντιμετωπίσει τον Ανατόλι Κάρποφ για να διατηρήσει τον τίτλο του, έθεσε 179 (!) όρους για να δεχτεί να παρουσιαστεί στον αγώνα. Το γεγονός αυτό εξόργισε την FIDE που αρνήθηκε να ικανοποιήσει όλες τις απαιτήσεις του. Έτσι ο Φίσερ δε δέχτηκε να προσέλθει στον τελικό, η διεθνής ομοσπονδία τον μηδένισε και έδωσε τον παγκόσμιο τίτλο στον Κάρποφ χωρίς αγώνα.
Από εκείνη τη στιγμή η ζωή του Φίσερ έγινε συνώνυμο της εκκεντρικότητας και της περιπέτειας. Το 1981 συνελήφθη – κατά λάθος; – ως ύποπτος ληστείας σε τράπεζα. Ο ίδιος έγραψε την εμπειρία του σε ένα βιβλίο και το εξέδωσε με τον τίτλο: «Με βασάνισαν στη φυλακή της Πασαντίνα». Οι σχέσεις του με τις ΗΠΑ δεν ήταν ποτέ καλές. Ο Φίσερ πίστευε πως τον εκμεταλλεύονταν για να ικανοποιήσουν πολιτικούς σκοπούς. Η οργή του έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν το 1987 η Γερουσία μπλόκαρε τον νόμο που τον αναγνώριζε ως παγκόσμιο πρωταθλητή και του πρόσφερε κάποια προνόμια. Παράλληλα αρνιόταν να παίξει επαγγελματικό σκάκι και απέρριπτε όλες τις προτάσεις που του γίνονταν.
Φτύνοντας την απαγόρευση
Είκοσι χρόνια μετά την κατάκτηση του παγκόσμιου τίτλου ο Φίσερ αποφάσισε να επανεμφανιστεί. Το κίνητρο ήταν διπλό: από τη μια μεριά τα 4 εκατομμύρια δολάρια που πρόσφερε στον νικητή ένας βαθύπλουτος Γιουγκοσλάβος τραπεζίτης. Και από την άλλη η ευκαιρία να πάει κόντρα στην κυβέρνησή του, η οποία απαγόρευε σε κάθε Αμερικανό πολίτη να πατήσει γιουγκοσλαβικό έδαφος – ενώ ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη ο πόλεμος και το εμπάργκο κατά της βαλκανικής χώρας – απειλώντας με πολύ σοβαρές κυρώσεις τους παραβάτες της εντολής.
Ο Φίσερ δέχτηκε να αντιμετωπίσει ξανά τον Σπάσκι στο Βελιγράδι σε μια άτυπη ρεβάνς του 1972. Δήλωσε στους δημοσιογράφους πως δέχεται απειλές από τις ΗΠΑ, έφτυσε μπροστά στις κάμερες το χαρτί που του απαγόρευε να αγωνιστεί στη Γιουγκοσλαβία και συγχρόνως φιλοδώρησε τον φίλο του Μπόρις με μια ακόμη συντριβή: Το τελικό σκορ αυτή τη φορά ήταν 17,5-12,5. Αυτό υπήρξε και το τελευταίο επίσημο παιχνίδι του Φίσερ στο επαγγελματικό σκάκι, ο οποίος πήρε τα 4 εκ. δολάρια και για μια ακόμα φορά έγινε καπνός: εξαφανίστηκε. Παράλληλα στις ΗΠΑ εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του και η CIA με το FBI πήραν την εντολή να τον βρουν και να τον συλλάβουν.
Κατά της Αμερικής και των Εβραίων
Ο Φίσερ μετατράπηκε σε φάντασμα και πέρασε μεγάλα χρονικά διαστήματα στη Γερμανία, στην Ουγγαρία, στο Χονγκ Κονγκ και στις Φιλιππίνες. Εκεί έδωσε μια συνέντευξη την ημέρα της επίθεσης στους δίδυμους πύργους δικαιολογώντας ανοιχτά την πράξη της Αλ Κάιντα. Όταν ο δημοσιογράφος τον ενημέρωσε για τα συμβάντα, ο Φίσερ απάντησε: «Αυτά είναι υπέροχα νέα», ενώ στη συνέχεια πήρε το μέρος των Αράβων λέγοντας: «Μήπως δεν είναι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ που σφαγιάζουν για δεκαετίες ολόκληρες τους Παλαιστίνιους;»
Εξέφραζε την απέχθειά του για τους Εβραίους σε κάθε ευκαιρία: «Αυτοί είναι οι υπαίτιοι για όλα τα κακά. Αυτό που θα σώσει την Αμερική είναι ένα στρατιωτικό πραξικόπημα ώστε να θανατωθούν χιλιάδες Αμερικανοεβραίοι ηγέτες». Θεωρούσε πως υπήρχε μια σιωνιστική συνωμοσία εναντίον του. Το 1984 δήλωσε στην Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια πως ποτέ του δεν υπήρξε Εβραίος (παρόλο που η μητέρα του ήταν εβραϊκής καταγωγής) και ζήτησε να βγει το όνομά του από αυτήν. Το αίτημά του πάντως έγινε αμέσως δεκτό από τους υπεύθυνους της έκδοσης.
Το 2005 συνελήφθη στο αεροδρόμιο του Τόκιο ενώ ετοιμαζόταν να πετάξει στις Φιλιππίνες. Αιτία το ληγμένο αμερικανικό διαβατήριο που είχε επιδείξει στον έλεγχο. Οι ΗΠΑ ζήτησαν την έκδοσή του αλλά οι Ιάπωνες αρνήθηκαν να τον παραδώσουν. Ο Φίσερ ζήτησε πολιτικό άσυλο από την κυβέρνηση της Ισλανδίας, η οποία αποφάσισε να του το παραχωρήσει για ανθρωπιστικούς λόγους. Αναχωρώντας για το Ρέικιαβικ, χαρακτήρισε εγκληματία τον Μπους.
Στην Ισλανδία τον επισκέφτηκε μια ομάδα σκακιστών – ανάμεσά τους και ο Σπάσκι – προσπαθώντας να τον πείσουν να ξαναγυρίσει στους αγώνες. Μάταια όμως. Η τελευταία του εμφάνιση σχετική με το σκάκι έγινε στις 10 Δεκεμβρίου του 2006, όταν τηλεφώνησε στην ισλανδική τηλεόραση δίνοντας τη λύση σε ένα περίπλοκο σκακιστικό πρόβλημα. Μέσα στο 2007 υπεβλήθη σε εξετάσεις και η διάγνωση μίλησε για συμπτώματα παράνοιας. Στις 17 Ιανουαρίου του 2008 άφησε την τελευταία του πνοή στο Ρέικιαβικ λόγω νεφρικής ανεπάρκειας σε ηλικία 64 ετών, όσα και τα τετράγωνα του αγαπημένου του παιχνιδιού…
Φράσεις του που έμειναν στην ιστορία
– Το σκάκι είναι ζωή.
– Είναι πραγματικά ο ελεύθερος κόσμος ενάντια στους ψεύτες, κλέφτες και υποκριτές Ρώσους. (για το παιχνίδι με τον Σπάσκι)
– Δεν παίζω πια το παλιό σκάκι. Αλλά προφανώς αν το έπαιζα, θα ήμουν ο καλύτερος. (στους δημοσιογράφους κατά την άφιξή του το 2005 στην Ισλανδία)
– Το σκάκι είναι πόλεμος πάνω στη σκακιέρα. Ο στόχος είναι να διαλύσεις το μυαλό του αντίπαλου.
– Στο σκάκι υπάρχουν δυο τύποι παικτών: οι καλοί και οι σκληροί. Εγώ ανήκω στους σκληρούς.
– Μείνε απόλυτα συγκεντρωμένος στο παιχνίδι αν θέλεις να κερδίσεις. Κανείς δεν ενδιαφέρεται να ακούσει γιατί έχασες.
– Δεν μου αρέσει να είμαι αλαζόνας. Όμως θα ήταν ανόητο να μην πω την αλήθεια: εμένα. (στην ερώτηση ποιόν θεωρεί τον κορυφαίο σκακιστή του κόσμου)
– Τα ιδανικά μου είναι το σκάκι και το χρήμα. Θέλω να γίνω πάμπλουτος. Όλοι το θέλουν, αλλά κανείς δεν το λέει. Είναι αμαρτία;
– Οποιοσδήποτε καταλαβαίνει από σκάκι, ξέρει πως εκτός από τον τίτλο, σε όλα τα υπόλοιπα ο πρωταθλητής είμαι εγώ.
Πηγή: http://www.sport24.gr/top-guns/top-guns-krekoukias/o_vasilias_ths_skakieras.2132002.html